Όλυμπος (Μύτικας, 2918 μ)

Γκορτσιά – Οροπέδιο των Μουσών – Κορυφή Μύτικας (2918 μ.) – Πριόνια (Κυκλική).

04/07/2020 - 05/07/2020

Με τη κατάλληλη προετοιμασία και σύμμαχο τον καλό καιρό, στις 05/07/20 ανεβήκαμε στο υψηλότερο σημείο της Ελλάδος, τη κορυφή Μύτικα του Ολύμπου, στα 2918 μ. Η ανάβαση ξεκίνησε το πρωί της 04/07/20, από τη Θέση Γκορτσιά. Η θέση αυτή βρίσκεται επί της οδικής διαδρομής Λιτόχωρο – Πριόνια. Τα Πριόνια, είναι το υψηλότερο σημείο στον Όλυμπο που μπορείς να φτάσεις με αυτοκίνητο και βρίσκεται σε υψόμετρο 1040 μ. Από τη Θέση Γκορτσιά ξεκινήσαμε τη πεζοπορία σε ένα διαμορφωμένο μονοπάτι, με καλή σήμανση, μέσα σε ένα καταπράσινο δασικό περιβάλλον. Η πλούσια βλάστηση από δέντρα και φυτά, δημιουργούσε ένα περιβάλλον ιδιαίτερης φυσικής ομορφιάς.

Ο ρυθμός της πεζοπορίας ήταν σχετικά γρήγορος λαμβάνοντας υπόψη το μεγάλο βάρος των σάκων και την ανηφορική κλίση. Διανύσαμε 6 χλμ σε 2 ώρες και 10 λεπτά με αύξηση ΥΔ 788 μέτρων μέχρι να φτάσουμε στο “Καταφύγιο Πετροστρούγκας” στα 1940 μ. υψόμετρο. Εκεί κάναμε το απαραίτητο διάλειμμα για ξεκούραση, λίγο φαγητό και νερό.

Από εκεί, συνεχίσαμε την πεζοπορική ανάβαση προς το Οροπέδιο των Μουσών, στο οποίο φτάσαμε μετά από 6,2 χλμ., σε 2 ώρες και 30 λεπτά, με επιπλέον αύξηση ΥΔ 767 μέτρα και υψόμετρο περίπου τα 2700 μ. Είχαμε περάσει από τη κορυφή “Σκούρτα”, τον “Λαιμό” και πατήσαμε και λίγο χιόνι που έμενε πεισματικά και μέσα στον Ιούλιο.

Στο Οροπέδιο των Μουσών κατευθυνθήκαμε προς το Καταφύγιο “Χρήστος Κάκκαλος”, στο οποίο θα διανυκτερεύαμε. Στο καταφύγιο, συναντήσαμε κι άλλους ανθρώπους που είχαν εξορμήσει στον Όλυμπο. Το απόγευμα κύλησε μοναδικά με τις μικρές περιπλανήσεις μας προς το κοντινό καταφύγιο “Γιώσος Αποστολίδης” και τις γύρω περιοχές.

Το θέαμα εκεί ξεπερνούσε τις προσδοκίες μου, αφού το μπλε της θάλασσας και του ουρανού αναμιγνυόταν στα όρια της μέγιστης απόστασης που βλέπει το ανθρώπινο μάτι.

Την επόμενη μέρα το πρωί, ξυπνήσαμε στις 05:30 για να φάμε πρωινό και να ετοιμαστούμε για την εκπλήρωση του στόχου μας. Συναντήσαμε τον οδηγό μας, Θ.Κ. – ο οποίος ήταν πολύ έμπειρος και φιλικός – και πήραμε το μονοπάτι μεταξύ των καταφυγίων προς τις ψηλές κορυφές, περνώντας κάτω από το “Στεφάνι” καθώς μεταβαίναμε στο σημείο ανάβασης, προς το “Λούκι”.

Το γυμνό αλπικό τοπίο με τα πολυκαιρισμένα σαθρά πετρώματα, το μονοπάτι που ήταν σχετικά στενό, η κλίση της πλαγιάς που ήταν μεγάλη, κι ο Μύτικας και το Στεφάνι που δέσποζαν εκφοβιστικά από επάνω μας και το κενό από κάτω, μας προκαλούσε έντονη εγρήγορση. Όταν φθάσαμε στη κορυφή, η προηγούμενη ανασφάλεια κι ο φόβος αναμίχτηκαν με τις εικόνες από τη θέα, στο υψηλότερο σημείο της Ελλάδος

Μείναμε γύρω στα 15 – 20 λεπτά, τα οποία ήταν αρκετά για να ξεκουραστεί το σώμα, όμως πολύ λίγο χρονικό διάστημα για να χορτάσουμε τις εικόνες και τα συναισθήματα. Η καταρρίχηση ξεκίνησε με αναπτερωμένο το ηθικό μας και τη διάθεση μας. Συνολικά, η διαδρομή από το καταφύγιο του “Χ. Κάκκαλου” μέχρι την κορυφή και την επιστροφή μας στο αρχικό σημείο της ανάβασης διήρκεσε 4 ώρες και 10 λεπτά κι από τα 2640 μ. βρεθήκαμε στα 2918 μ. και καταλήξαμε 2720 μ.

Στη συνέχεια αποχωριστήκαμε τον Οδηγό μας και πήραμε το μονοπάτι προς το Καταφύγιο “Σπήλιος Αγαπητός” (Ζολώτα) το οποίο βρίσκεται σε υψόμετρο 2040 μέτρων. Τη διαδρομή αυτή, από τα “Ζωνάρια”, μήκους 3 χλμ., τη καλύψαμε σε 1 ώρα και 20 λεπτά. Εκεί, ξεκουραστήκαμε απαλλαγμένοι από το άγχος της δοκιμασίας που είχαμε μπει νωρίτερα κι απολαύσαμε τον καφέ μας. Από εκείνο το σημείο και μέχρι να μπούμε στο αυτοκίνητο ο καιρός ήταν άστατος με διαστήματα βροχής κι ηλιοφάνειας. Εκείνη τη στιγμή, πήραμε την απόφαση να φύγουμε με βροχή αφού τα προγνωστικά μοντέλα του καιρού έδιναν συνεχή βροχόπτωση στη περιοχή ήδη από τη προηγούμενη ημέρα.

Η διαδρομή 6,5 χλμ. από το Καταφύγιο Α’ μέχρι τα Πριόνια έγινε με βροχερό καιρό η οποία σταμάτησε λίγο πριν φτάσουμε στη θέση Πριόνια. Τη διανύσαμε σε 2 ώρες 25 λεπτά και ήταν κατηφορική. Το τελευταίο πεζοπορικό κομμάτι της διαδρομής ήταν από τα Πριόνια στη Θέση Γκορτσιά, όπου είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο μας. 

Όλη η διαδρομή ήταν επάνω στον οδικό δρόμο από τα Πριόνια προς το Λιτόχωρο. Μετά από 5,5 χλμ και 1 ώρα και 40 λεπτά, φθάσαμε στο αυτοκίνητο μας. Όλες αυτές οι θεαματικές εικόνες του βουνού καθώς κι όλη αυτή η φυσική δραστηριότητα κι η ψυχική προσπάθεια, ο εγκέφαλος τις μετέτρεψε σε πολύτιμους συναισθηματικούς θησαυρούς που αποθηκεύτηκαν για πάντα στη καρδιά μας.