Αυτή η Κυριακάτικη εξόρμηση στην Εύβοια έγινε υπο συνθήκες σχεδόν καύσωνα ... Η εξόρμηση είχε προγραμματιστεί κι απλά θα μειώναμε τον χρόνο της πεζοπορίας, στην περίπτωση της υπερβολικής ζέστης. Προορισμός κι αρχή της ορειβατικής πεζοπορίας, ήταν η Αμπουδιώτισσα στην Κεντρική/ Νότια Εύβοια.
Αφού περάσαμε την Χαλκίδα και πήραμε τον επαρχιακό δρόμο για την Ερέτρια, έπειτα συνεχίσαμε προς το χωριό Γυμνό με κατεύθυνση την Άνω Σέτα, έπειτα συνεχίσαμε προς την Κάτω Σέτα, στον οποίο συγκεκριμένο δρόμο βρίσκουμε πινακίδα που μας οδηγεί αριστερά προς την Αμπουδιώτισσα, όπου υπάρχει ένα γραφικό εκκλησάκι του 19ου αιώνα αφιερωμένο στην Παναγία και μια αστείρευτη πηγή με παγωμένο νερό που τρέχει ακόμη και το καλοκαίρι.
Η Σέτα είναι ορεινός οικισμός της Εύβοιας, χτισμένος σε υψόμετρο 740 μέτρων στην νότια πλαγιά του Ξηροβουνιού και είναι ο υψηλότερος οικισμός της Εύβοιας. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, η Σέτα έχει 60 κατοίκους - πολύ λιγότερους από όσους είχε τις προηγούμενες δεκαετίες. Η Σέτα ανήκει στον Δήμο Ερέτριας, ενώ με το πρόγραμμα Καποδίστριας ανήκε στον τέως Δήμο Αμαρυνθίων. Η περιοχή χαρακτηρίζεται από πανέμορφα δέντρα όπως πλατάνια, αγριομηλιές και αγριοαχλαδιές.
Αφού προσπεράσαμε το εκκλησάκι της Παναγίας Αμπουδιώτισσας - αφήσαμε το αυτοκίνητο σε ασφαλές σημείο κοντά στο ομώνυμο ποταμάκι - στις Ανατολικές πλαγιές του Ξηροβουνίου Ευβοίας και ακολουθήσαμε τον δασικό δρόμο με ανηφορική κλίση με Βορειοανατολική κατεύθυνση. Σχετικά γρήγορα βρήκαμε και τις πρώτες κυψέλες από τους μελισσοπαραγωγούς της περιοχής. Όπως θα διαπιστώναμε αργότερα, η περιοχή αυτή έχει πολύ μεγάλο αριθμό μελισσών.
Το Ξεροβούνι ανήκει στην οροσειρά της Δίρφυς. Είναι βραχώδες βουνό (ασβεστολιθικό) και σε αυτό υπάρχουν πολλές αναρριχητικές διαδρομές. Η περιοχή κοντά στη Σέτα φημίζεται για το πολύ χιόνι που δέχεται τη χειμερινή περίοδο και αυτό σημαίνει πως η διάσχιση της κορυφογραμμής του Ξηροβουνίου και των γύρω βουνών, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, παρόλο που σαν κορυφή, ο Πορτάρης ΄η Ψηλή Κορυφή, έχει υψόμετρο μόλις 1453 μ.
Η βλάστηση του βουνού αποτελείται κυρίως από πεύκα και έλατα και δευτερευόντως από άλλα δέντρα όπως π.χ. οξιές και καστανιές. Η πορεία είναι ανηφορική και λίγη ώρα αργότερα φτάσαμε σε ένα υψόμετρο και έπειτα συνεχίσαμε κατηφορικά ώσπου συναντήσαμε ένα μεγάλο πλάτωμα με ορατό το σπήλαιο της καταβόθρας στο βάθος.
Στην αρχή του πλατώματος υπάρχει ακόμη ένας δασικός δρόμος που οδηγεί δεξιά μέσα στα έλατα. Εκεί αφήσαμε τον δρόμο και πήραμε κατεύθυνση με σκοπό να μπούμε μέσα στο δάσος. Δεν υπάρχει κάποια σηματοδότηση ή κορδέλες κλπ. που να δείχνει κάποιο μονοπάτι.
Ιδιαίτερη εντύπωση μας έκανε σε εκέινο το σημείο η μορφολογία του εδάφους ενώ συνεχίσαμε να περπατάμε μέσα από μέρη κατάφυτα κυρίως από έλατα αλλά και θάμνους και φτέρες. Η πυκνή βλάστηση μας δυσκολεύε στην αναγνώριση της βέλτιστης διαδρομής που θέλουμε να ακολουθήσουμε, καθώς δεν υπάρχει συγκεκριμένη διαδρομή σε εκείνο το μέρος... Η οργιώδης βλάστηση μας έκανε εντύπωση - είχαμε συναντήσει ήδη αρκετές φορές νερά (τρεχούμενο, στάσιμα / λιμνούλες κλπ) κοινό χαρακτηριστικό όλων των τόπων με τέτοιου έιδους βλάστηση!
Λίγη ώρα αργότερα ξαναμπήκαμε στον δασικό δρόμο ωστόσο η ζέστη ημέρα - ήδη από τις πρώτες πρωινές ώρες - δεν ήταν και ότι καλύτερο για τη πεζοπορία! Στα δυτικά μας είχαμε προσπεράσει το Όρος Ξηροβούνι και στα ανατολικά μας βλέπαμε το βουνό Σκοτεινή που ανήκει στο Καδδίτικο-Πασσιώτικο-Μανιακάτικο Βουνό (Καδδίου-Αγ. Βλασσίου-Μανικιών). Η Σκοτεινή συνορεύει με το Ξηροβούνι και έχει υψόμετρο 1362 μ. Κάτω και γύρω από την κορυφή, το δάσος, κυριαρχεί στο τοπίο, αφού ανάμεσα από τα δύο βουνά υπάρχουν χιλιάδες έλατα που χωρίζουν τους δύο ορεινούς όγκους κι εμείς βρίσκουμε τυχερούς τους εαυτούς μας που πεζοπορούμε εκεί ανάμεσα τους!
΄Σε λιγότερο από 2 ώρες και με Θετική ΥΔ περίπου 300 μ είχαμε φτάσει σε περιοχές με υψόμετρο και θέα, όπου μπορούσαμε να αγναντέψουμε προς τις Ανατολικές Ακτές της Εύβοιας (Χιλιαδού, Μετόχου κλπ) και το Αιγαίο Πέλαγος.
Στα ελληνικά βουνά συναντώνται η κεφαλληνιακή ελάτη, η υβριδογενής ελάτη, η λευκή ελάτη και η ερυθρελάτη. Η Κεφαλληνιακή Ελάτη (επιστ. Abies cephalonica - Ελάτη η κεφαλληνιακή) αποτελεί ενδημικό είδος της χώρας. Φύεται στα βουνά της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας και της δυτικής Θεσσαλίας και σποραδικά μέχρι την ανατολική Ήπειρο, τον Όλυμπο και τον Άθωνα. Αξίζει να αναφερθεί πως ελατοδάση υπάρχουν σε δυο μόνο νησιά της Ελλάδας, την Εύβοια και την Κεφαλονιά.
Η κεφαλληνιακή ελάτη είναι ένα από τα ενδημικά δασικά είδη της Ελλάδας. Το πρώτο αμιγές δάσος εντοπίστηκε από επιστήμονες στο βουνό Αίνος της Κεφαλονιάς. Πυκνά δάση αναπτύσσονται σε ύψος 600 έως και 1800 μέτρων στα βουνά της Στερεάς Ελλάδας, στην Πελοπόννησο, την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 40 μέτρα, αντέχει εβδομάδες χωρίς νερό ακόμα και σε μεγάλες ζέστες.
Η λευκή ελάτη ή το γνωστό στους φυσιοδίφες «χτενοέλατο» ξεχωρίζει από τον ανοιχτόχρωμο και σχετικά λείο φλοιό της. Το συναντάμε κυρίως στην Ήπειρο, στη Βόρεια Θεσσαλία, στη Μακεδονία και στις μεθοριακές βουνοσειρές της Θράκης.
Η υβριδογενής ελάτη, γνωστή και ως μακεδονίτικο έλατο, θεωρείται υβρίδιο που έχει προέλθει από επιμιξία της λευκής με την κεφαλληνιακή ελάτη. Τα δάση της απλώνονται κατά συστάδες στην Κεντρική Ελλάδα και φτάνουν ως τα βορειότερα βουνά της Μακεδονίας αλλά και της Βαλκανικής χερσονήσου.
Η ερυθρελάτη (νορβηγικό έλατο) είναι ένα εξαιρετικά διαδεδομένο δασικό είδος στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη και το ψηλότερο έλατο, το οποίο μπορεί να φτάσει σε ύψος και τα 80 μέτρα. Στην Ελλάδα τη βρίσκουμε κυρίως στην οροσειρά της Ροδόπης, που θεωρείται το νοτιότερο σημείο εμφάνισής της στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Μια άποψη του βουνού από φωτογραφίες που ληφθήκαν σε διαφορετική ώρα της διαδρομής!
Παρά το σχετικά χαμηλό υψόμετρο των βουνών αυτής της περιοχής υπάρχει ένα πολύ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ότι σε αυτά τα βουνά υπάρχει και εκτεταμένο αλπικό τοπίο - αυτό, λόγο των γενικών κλιματικών συνθηκών που διαμορφώνουν αυτές τις περιοχές. Περιμετρικά των βουνών υπάρχουν πάρα πολλοί δασικοί δρόμοι τους οποίους μπορεί κανείς να διασχίσει με enduro και ποδήλατα mountain bikes - ιδιαίτερα τη διαδρομή που εμείς ακολουθούσαμε. Το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής μέχρι να επιστρέψουμε στο αρχικό σημείο έγινε από τέτοιους δασικούς δρόμους, πάραυτα, σε κάποια σημεία χρειάστηκε να "κόψουμε" δρόμο κι αυτό μας αναγκάσαμε να πεζοπορήσουμε από μη-ενδεδειγμένες διαδρομές ..μέσα από βάτα … πάνω από βράχια …. κάτι που θα ήταν δύσκολο με όχημα.
Κατά την ανάβαση συναντάμε πολλά αυτοφυή δέντρα όπως καστανιές, έλατα, πεύκα, οξιές κ.α. κι αργότερα είδαμε και πολλές καλλιέργειες / περιφραγμένα κτήματα με καρυδιές, καστανιές κ.α. Όπως φαίνεται, παρά την ονομασία του βουνού (ξεροβούνι) μόνο ξερό δεν είναι αφού υπάρχει και νερό και φυσικά πλούσια χλωρίδα.
Η διαδρομή για ώρα ήταν κατηφορική παρά ανηφορική, κι έτσι δε χρειάστηκε να κάνουμε κάποιο διάλλειμα περισσότερο από μερικά λεπτά ώσπου θα φτάναμε στη περιοχή Βρωμονέρα. Εκεί καθίσαμε μέσα στα έλατα, δίπλα από μια καλύβα κυνηγών της Κύμης και κάποιους μελισσοπαραγωγούς και ξεκουραστήκαμε. Πραγματικά η περιοχή είναι ένα κρυμμένο διαμάντι για φυσιολάτρες αφού τα πανύψηλα έλατα και τα μικρά λιβάδια θυμίζουν κάτι από τη Πίνδο. Επίσης, υπάρχουν πολλά μέρη για να κατασκηνώσει κανείς, κάτω από τη σκιά των δέντρων.
Είχαμε πέσει ήδη από το μέγιστο υψόμετρο στο ελάχιστο υψόμετρο της διαδρομής κι από εκεί και πέρα πορεία μας θα ήταν με επαναλαμβανόμενες αυξομειώσεις υψομέτρου δημιουργώντας μια κυκλική διαδρομή της επιστροφής μας, μέσα από τα Κοτύλαια Όρη.
Η κατεύθυνση μας ήταν νότια και διασχίζαμε περιοχές από τα Κοτύλαια Όρη της Κεντρικής - Ανατολικής Εύβοιας, η οποία περιλαμβάνει τα όρη: Μαυροβούνι, Σκόλος, Φτερόλακκα, Εφταός, Αλωκτέρι. Τα Κοτύλαια Όρη αποτελούν το διαχωριστικό σύνορο της Καρυστίας με την υπόλοιπη Εύβοια και μέσω αυτού του ορεινού όγκου, στις προηγούμενες δεκαετίες, γινόταν η επικοινωνία της Κύμης με τη Χαλκίδα.
Για αρκετές ώρες πεζοπορούσαμε επί δασικών δρόμων στο έλεος της καλοκαιρινής ζέστης και δεν προστατευόμασταν συνεχώς από τον ήλιο, με συνέπεια τη κούραση αλλά και τη δυσκολία στο να κρατήσουμε έναν γρήγορα ρυθμό. Κάποιες στιγμές μερικά δροσερά αεράκια μας δρόσιζαν, δίνοντας μας ταυτόχρονα, κουράγιο να συνεχίσουμε δυνατά!
Περνώντας συνεχώς δίπλα από μελίσσια ήταν σχεδόν αναμενόμενη η πιθανότητα τσιμπήματος - όπως και έγινε! Δεν ήταν εύκολο να αλλάζουμε κάθε τόσο τη διαδρομή για να αποφεύγουμε τα σμήνη, αφού υπήρχαν εκατοντάδες κυψέλες στη περιοχή και ενώ είχαμε ήδη διέλθει σε αρκετές περιπτώσεις με επιτυχία από κοντά τους, σε κάποιες άλλες περιπτώσεις μας τσίμπησαν. Το δεχτήκαμε και προχωρήσαμε! Φιλοσοφικά, εμείς πήγαμε σε αυτές - δεν ήρθαν αυτές σε εμάς!
Επί του δασικού δρόμου θεωρούμε ότι εντοπίσαμε και μεταλλεύματα σιδηρονικελίου. Στην Ελλάδα γενικά απαντώνται φτωχά σιδηρονικελιούχα μεταλλεύματα (λατεριτικού τύπου) με μέση περιεκτικότητα σε νικέλιο περί το 1%. Τα ελληνικά σιδηρονικελιούχα μεταλλεύματα είναι τα μόνα κοιτάσματα νικελίου στην ΕΕ και τα υπό εκμετάλλευση κοιτάσματα βρίσκονται στην Κεντρική και Βόρειο Εύβοια, στην Λοκρίδα της Στερεάς Ελλάδος και στην περιοχή της Καστοριάς.
Συνεχίζοντας τη πορεία μας με κατεύθυνση Νότιο / Νοτιοδυτικά προσπαθούμε να επιστρέψουμε στο σημείο έναρξης της πεζοπορίας μας, αποφεύγοντας όσο μπορούμε την εξωδασική περιοχή όπου εκεί βρισκόμαστε αντίπαλοι της υπερβολικής ζέστης. Σε αρκετές περιπτώσεις, βρίσκουμε όμορφες σκιές από πανύψηλα δέντρα και σταματούμε για να πάρουμε μια ανάσα ξεκούρασης και νερό να ξεδιψάσουμε. Έχουμε ήδη πιει αρκετά λίτρα νερό ως τώρα!
Καθώς προχωρούμε βλέπουμε και το υπο-κατασκευής έργο "Φράγμα Σέτα – Μανίκια". Εδώ και χρόνια, το έργο δεν προχωρούσε, ενώ αδιαπραγμάτευτα, πρόκειται για έργο ζωτικής σημασίας, καθώς με την κατασκευή του φράγματος θα αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το πρόβλημα άρδευσης και ύδρευσης, ιδίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν στερεύουν οι γεωτρήσεις με συνέπεια να μένουν για πολλές ημέρες χωρίς πόσιμο νερό οι κάτοικοι και οι επισκέπτες της ευρύτερης περιοχής της Κύμης αλλά και η άρδευση αγροτικών καλλιεργειών στα όρια των δήμων Κύμης – Αλιβερίου και Ερέτριας της Π.Ε. Ευβοίας.
Πόσο αλήθεια διαφορετικά θα ήταν να αντικρύζαμε μια τεχνητή λίμνη εκεί; ένα υπερσύγχρονο υδροηλεκτρικό σταθμό σε ένα φράγμα μιας τεχνητής λίμνης σε αυτό το παραδεισένιο μέρος της Ευβοίας; Θα μπορούσε ως μέρος ένα τέτοιο έργο να προσελκύσει τουρίστες από όλο τον κόσμο;
Κάποιες ανηφορικές κλίσεις στον δρόμο της επιστροφής δρούσαν ανασταλτικά στην ανυπομονησία μας να επιστρέψουμε και να επισκεφτούμε μια ταβέρνα ή ένα παραδοσιακό καφενέ για την ξεκούραση μας. Ήδη είχαμε συμπληρώσει 7 ώρες πεζοπορίας και πλησιάζαμε τα 30 χλμ. απόσταση. Έιχαμε εξερευνήσει μια μεγάλη σχετικά έκταση αυτών των βουνών με το υπέροχο φυσικό τοπίο που έμοιαζε, πότε άγριο και βραχώδες από τη μία και πότε εύφορο και ήπιο από την άλλη. Εξ επι τούτου, δεν προσεγγίσαμε τις κοντινές κορυφές σε αυτά τα βουνά αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Σίγουρα, μπορούμε να επανα΄λαβουμε άλλες διαδρομές πεζοπορίας σε αυτές τις περιοχές και να συμπεριλάβουμε και τις κορυφές!
Επιστρέψαμε στο σημείο εκκίνησης μετά από + 8 ώρες, με χρόνο μετακίνησης που έφτανε τις 7 ώρες και 20 λεπτά, έχοντας καλύψει κοντά στα 35 χλμ. πεζοπορίας και υψομετρική διάφορά πάνω από +1200 μ. Σίγουρα, οι καιρικές συνθήκες δεν ευνόησαν πλήρως να ευχαριστηθούμε αυτό το βουνό αλλά σε κάθε περίπτωση μονο θετικά συναισθήματα και ευγνωμοσύνη αποκτήσαμε από αυτή την εξόρμηση!
Το εκκλησάκι της Παναγίας Αμπουδιώτισσας, το είδαμε καλύτερα αφού επιστρέψαμε από τη πεζοπορία μας. Εντύπωση έκανε ότι 2 κεράκια καίγανε στο μανουάλι την ώρα που ανοίξαμε τη πόρτα της εκκλήσιας - προφανώς κάποιοι έιχανε σταματήσει πριν από εμάς εκεί για τη θρησκευτικότητα τους και το κρύο νεράκι της βρύσης.
Στο γυρισμό μας, καθίσαμε στο χωριό Κάτω Σέτα, αφού βρήκαμε την ευκαιρία να ξεκουραστούμε σε ένα παραδοσιακό καφενείο, με εξαιρετικά φαγητά, μουσική και εξυπηρέτηση!
Έτσι, ανακτήσαμε αρκετές δυνάμεις για να συνεχίσουμε με την οδήγηση και την επιστροφή μας πίσω.
Σίγουρα είναι ένα μέρος στο οποίο θα επιστρέψουμε για περισσότερη πεζοπορία!